- ἀφίσταται
- ἀφίστημιput awaypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… … Dictionary of Greek
отъстоупити — ОТЪСТОУП|ИТИ (380), ЛЮ, ИТЬ гл. 1.Отойти, удалиться: [зверь] на землю поникъ. плещи ми дасть. и ѿстѹпи съ пѹти. (παραχωρεῖ) ЖФСт к. XII, 146 об.; ѥдинъ отъ нихъ тихы шедъ и ставъ послѹшааше… таче мало отъстѹпивъ и се начьн˫аше рам˫ано шьствовати … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
ἀφίστατ' — ἀφί̱στατο , ἀφίστημι put away imperf ind mp 3rd sg ἀφί̱στατε , ἀφίστημι put away imperf ind act 2nd pl ἀφίστατε , ἀφίστημι put away pres imperat act 2nd pl ἀφίστατε , ἀφίστημι put away pres ind act 2nd pl ἀφίσταται , ἀφίστημι put away pres ind mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)